αποκοτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκοτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποκοτῶ < ἀπόκοτος[1] → δείτε και τη λέξη αποκοτάω
Ρήμα επεξεργασία
αποκοτώ
- άλλη μορφή του αποκοτάω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποκοτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας