αποκοτάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκοτάω < αποκοτ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποκοτῶ < ἀπόκοτος[1]
Ρήμα επεξεργασία
αποκοτάω/αποκοτώ (χωρίς παθητική φωνή)
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο φέρομαι με αποκοτιά, αποτολμώ
- ※ Το τσούρμο πέρασε, δεν αποκότησε να χτυπήσει την πόρτα μας, πήραν κατά το γιοφύρι, χάθηκαν. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ αποκοτάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.