Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνειδητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συνειδητοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

συνειδητοποιούμαι

  • αποκτώ μια συγκεκριμένη μορφή συνειδησης
    συνειδητοποιήθηκε ως κομμουνιστής μετά τον εμφύλιο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία