Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνειδητοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνειδητοποιημέν
ος
η
συνειδητοποιημέν
η
το
συνειδητοποιημέν
ο
γενική
του
συνειδητοποιημέν
ου
της
συνειδητοποιημέν
ης
του
συνειδητοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
συνειδητοποιημέν
ο
τη
συνειδητοποιημέν
η
το
συνειδητοποιημέν
ο
κλητική
συνειδητοποιημέν
ε
συνειδητοποιημέν
η
συνειδητοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνειδητοποιημέν
οι
οι
συνειδητοποιημέν
ες
τα
συνειδητοποιημέν
α
γενική
των
συνειδητοποιημέν
ων
των
συνειδητοποιημέν
ων
των
συνειδητοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
συνειδητοποιημέν
ους
τις
συνειδητοποιημέν
ες
τα
συνειδητοποιημέν
α
κλητική
συνειδητοποιημέν
οι
συνειδητοποιημέν
ες
συνειδητοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνειδητοποιημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συνειδητοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
συνειδητοποιημένος, -η, -ο
που έχει
επίγνωση
των
συνεπειών
των
πράξεων
και
αποφάσεών
του
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασυνειδητοποίητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνειδητοποιημένος
γαλλικά
:
conscient
(fr)
,
averti
(fr)