ενεστώτας fulfill
γ΄ ενικό ενεστώτα fulfills
αόριστος fulfilled
παθητική μετοχή fulfilled
ενεργητική μετοχή fulfilling

fulfill (en) (μεταβατικό, αμερικανική γραφή)

  1. πραγματοποιώ, εκπληρώνω, πετυχαίνω αυτό που ήλπιζα ή περίμενα
    ⮡  All my dreams were fulfilled.
    Όλα τα όνειρά μου πραγματοποιήθηκαν.
    ⮡  All my ambitions have been fulfilled.
    Όλες μου οι φιλοδοξίες έχουν εκπληρωθεί.
  2. (επίσημο) εκπληρώνω, εκτελώ, πληρώ, κάνω ή έχω αυτό που απαιτείται
    ⮡  I am fulfilling my duties.
    Εκπληρώνω/Εκτελώ τα καθήκοντά μου.
    ⮡  He is not entitled to a pension because he didn’t fulfill the pension terms.
    Δε δικαιούται να πάρει σύνταξη, γιατί δεν πληροί τους όρους συνταξιοδότησης.
    ⮡  The necessary conditions are (not) fulfilled.
    (Δεν) πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
  3. εκπληρώνω έναν ρόλο
    ⮡  Kindergartens should fulfill the role of preparing children for school.
    Τα νηπιαγωγεία θα πρέπει να εκπληρώνουν τον ρόλο της προετοιμασίας των παιδιών για το σχολείο.
  4. ικανοποιώ, γεμίζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται χαρούμενος και ικανοποιημένος με αυτό που κάνει ή έχει κάνει
    ⮡  He was able to fulfill himself through his painting.
    Μπόρεσε να ικανοποιηθεί μέσα από τη ζωγραφική του.
    ⮡  My job doesn’t fulfill me.
    Η δουλειά μου δε με γεμίζει.
  5. εκτελώ, συσκευάζω και στέλνω κάτι που έχει παραγγείλει ένας πελάτης
    ⮡  We will cancel the order if you don’t fulfill it in ten days.
    Θα ακυρώσουμε την παραγγελία, αν δεν την εκτελέσετε σε δέκα μέρες.

Άλλες γραφές

επεξεργασία