συνδιευθυντής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδιευθυντής < συν- + διευθυντής
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδιευθυντής αρσενικό
- αυτός που διευθύνει κάτι μαζί με άλλους
- συνδιευθυντής της τράπεζας
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδιευθυντής
|