διευθύνουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.nu.sa/ και σε γρήγορο λόγο ði̯eˈfθi.nu.sa
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐θύ‐νου‐σα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- διευθύνουσα: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής διευθύνουσα· εννοείται: νοσοκόμα, νοσηλεύτρια, ή άλλη επαγγελματίας ανώτερου διοικητικού βαθμού → δείτε και τη λέξη διευθύνων
Ουσιαστικό επεξεργασία
διευθύνουσα θηλυκό → δείτε την κλίση στο διευθύνων
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- διευθύνουσα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
διευθύνουσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διευθύνων & του διευθύνοντας
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διευθύνων, διευθύνουσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας