Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.eˈfθi.nu.sa/ και σε γρήγορο λόγο ði̯eˈfθi.nu.sa
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ευ‐θύ‐νου‐σα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

διευθύνουσα: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής διευθύνουσα· εννοείται: νοσοκόμα, νοσηλεύτρια, ή άλλη επαγγελματίας ανώτερου διοικητικού βαθμού → δείτε και τη λέξη διευθύνων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διευθύνουσα θηλυκό → δείτε την κλίση στο διευθύνων

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

διευθύνουσα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

διευθύνουσα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία