οιάκισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οιάκισμα < ελληνιστική κοινή οἰάκισμα < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοιάκισμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του οιακισμός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οίακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία οιάκισμα
|