οιάκιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οιάκιση | οι | οιακίσεις |
γενική | της | οιάκισης* | των | οιακίσεων |
αιτιατική | την | οιάκιση | τις | οιακίσεις |
κλητική | οιάκιση | οιακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οιακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οιάκιση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική οἰάκισις < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοιάκιση θηλυκό
- άλλη μορφή του οιακισμός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οίακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία οιάκιση
|
Πηγές
επεξεργασία- οιάκιση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)