λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰάκισις αἱ οἰακίσεις
      γενική τῆς οἰακίσεως τῶν οἰακίσεων
      δοτική τῇ οἰακίσει ταῖς οἰακίσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν οἰάκισιν τὰς οἰακίσεις
     κλητική ! οἰάκισι οἰακίσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰάκισις < οἰακισμός + -σις < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰάκισις θηλυκό κατά την αρχαία κλίση

  1. οιάκιση, οιακισμός του πηδαλίου
  2. (μεταφορικά) η διακυβέρνηση
    ※  12ος αιώνας [γλώσσα λόγια, ελληνιστική] Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις 305c
    τὴν ἐκείνης [της πόλεως] ἐγχειρίσαι αὐτῷ οἰάκισιν

Συγγενικά

επεξεργασία