↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιακοφόρος η οιακοφόρα το οιακοφόρο
      γενική του οιακοφόρου της οιακοφόρας του οιακοφόρου
    αιτιατική τον οιακοφόρο την οιακοφόρα το οιακοφόρο
     κλητική οιακοφόρε οιακοφόρα οιακοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιακοφόροι οι οιακοφόρες τα οιακοφόρα
      γενική των οιακοφόρων των οιακοφόρων των οιακοφόρων
    αιτιατική τους οιακοφόρους τις οιακοφόρες τα οιακοφόρα
     κλητική οιακοφόροι οιακοφόρες οιακοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οιακοφόρος < οίακ(ας) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική οἰακοφόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

οιακοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. αυτός που φέρει πηδάλιο
  2. (ναυτικός όρος) αυτός που φέρει οίακα (πηδάλιο)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία