Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πηδαλιουχούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πηδαλιουχούμεν
ος
η
πηδαλιουχούμεν
η
το
πηδαλιουχούμεν
ο
γενική
του
πηδαλιουχούμεν
ου
της
πηδαλιουχούμεν
ης
του
πηδαλιουχούμεν
ου
αιτιατική
τον
πηδαλιουχούμεν
ο
την
πηδαλιουχούμεν
η
το
πηδαλιουχούμεν
ο
κλητική
πηδαλιουχούμεν
ε
πηδαλιουχούμεν
η
πηδαλιουχούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πηδαλιουχούμεν
οι
οι
πηδαλιουχούμεν
ες
τα
πηδαλιουχούμεν
α
γενική
των
πηδαλιουχούμεν
ων
των
πηδαλιουχούμεν
ων
των
πηδαλιουχούμεν
ων
αιτιατική
τους
πηδαλιουχούμεν
ους
τις
πηδαλιουχούμεν
ες
τα
πηδαλιουχούμεν
α
κλητική
πηδαλιουχούμεν
οι
πηδαλιουχούμεν
ες
πηδαλιουχούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πηδαλιουχούμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
πηδαλιουχώ
Μετοχή
επεξεργασία
πηδαλιουχούμενος, -η, -ο
που μπορεί να
κατευθυνθεί
με
πηδάλιο
το
ζέπελιν
ήταν ένα
πηδαλιοχούμενο
αερόπλοιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πηδαλιουχούμενος
αγγλικά
:
steerable
(en)