Οἴαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Οἰᾱκ- | ||||
ονομαστική | ὁ | Οἴαξ | ||
γενική | τοῦ | Οἴακος | ||
δοτική | τῷ | Οἴακῐ | ||
αιτιατική | τὸν | Οἴακᾰ | ||
κλητική ὦ! | Οἴαξ | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οἴαξ < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂iHseh₂
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΟἴαξ αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ο Οίακας, γιος του Ναύπλιου
Πηγές
επεξεργασία- Οἴαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.