τιμονάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιμονάκι | τα | τιμονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τιμονάκι | τα | τιμονάκια |
κλητική | τιμονάκι | τιμονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τιμονάκι < τιμόνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική τιμόνι(ν) < βενετικά timon < δημώδης λατινική timonem, αιτιατική του timo < λατινικά temo
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιμονάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τιμόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιμονάκι
|