Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεξιοτίμονος η δεξιοτίμονη το δεξιοτίμονο
      γενική του δεξιοτίμονου της δεξιοτίμονης του δεξιοτίμονου
    αιτιατική τον δεξιοτίμονο τη δεξιοτίμονη το δεξιοτίμονο
     κλητική δεξιοτίμονε δεξιοτίμονη δεξιοτίμονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεξιοτίμονοι οι δεξιοτίμονες τα δεξιοτίμονα
      γενική των δεξιοτίμονων των δεξιοτίμονων των δεξιοτίμονων
    αιτιατική τους δεξιοτίμονους τις δεξιοτίμονες τα δεξιοτίμονα
     κλητική δεξιοτίμονοι δεξιοτίμονες δεξιοτίμονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξιοτίμονος < δεξιός + -ο- + τιμόνι + -ος
 
δεξιοτίμονο αυτοκίνητο

  Επίθετο επεξεργασία

δεξιοτίμονος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία