στραβοτιμονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στραβοτιμονιά | οι | στραβοτιμονιές |
γενική | της | στραβοτιμονιάς | των | στραβοτιμονιών |
αιτιατική | τη | στραβοτιμονιά | τις | στραβοτιμονιές |
κλητική | στραβοτιμονιά | στραβοτιμονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστραβοτιμονιά θηλυκό
- ο εξ απειρίας ή αμελείας κακός χειρισμός του τιμονιού ή του πηδαλίου
- (μεταφορικά) λανθασμένος χειρισμός υπόθεσης ή κατάστασης
- (μεταφορικά) ηθικό παράπτωμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στραβοτιμονιά
|