Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριστεροτίμονος η αριστεροτίμονη το αριστεροτίμονο
      γενική του αριστεροτίμονου της αριστεροτίμονης του αριστεροτίμονου
    αιτιατική τον αριστεροτίμονο την αριστεροτίμονη το αριστεροτίμονο
     κλητική αριστεροτίμονε αριστεροτίμονη αριστεροτίμονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριστεροτίμονοι οι αριστεροτίμονες τα αριστεροτίμονα
      γενική των αριστεροτίμονων των αριστεροτίμονων των αριστεροτίμονων
    αιτιατική τους αριστεροτίμονους τις αριστεροτίμονες τα αριστεροτίμονα
     κλητική αριστεροτίμονοι αριστεροτίμονες αριστεροτίμονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστεροτίμονος < αριστερός + -ο- + τιμόνι + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

αριστεροτίμονος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία