τιμονιέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμονιέρης < (άμεσο δάνειο) βενετική timonier < timon < δημώδης λατινική timonem, αιτιατική του timo < λατινική temo
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιμονιέρης αρσενικό (θηλυκό: τιμονιέρισσα)
- που κρατάει το τιμόνι και οδηγεί, ιδίως κάποιο σκάφος
- (μεταφορικά) που καθοδηγεί, που κυβερνά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τιμόνι