Ετυμολογία 1

επεξεργασία
-έρα < θηλυκό του -ερος που συνήθως δήλωνε ασθένειες (όπως ἴκτερος [1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-έρα θηλυκό

  • επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που σχετίζονταν με την ιατρική και ασθένειες
    χολέρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
-έρα: κλιτικός τύπος τριτόκλιτων

  Κλιτικός τύπος επιθήματος

επεξεργασία

-έρα θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χολέρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.