Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανημέρευτος η ανημέρευτη το ανημέρευτο
      γενική του ανημέρευτου της ανημέρευτης του ανημέρευτου
    αιτιατική τον ανημέρευτο την ανημέρευτη το ανημέρευτο
     κλητική ανημέρευτε ανημέρευτη ανημέρευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανημέρευτοι οι ανημέρευτες τα ανημέρευτα
      γενική των ανημέρευτων των ανημέρευτων των ανημέρευτων
    αιτιατική τους ανημέρευτους τις ανημέρευτες τα ανημέρευτα
     κλητική ανημέρευτοι ανημέρευτες ανημέρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανημέρευτος < αν- + ημερεύω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανημέρευτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ημερέψει ή δεν μπορεί να γίνει ήμερος
  2. άγριος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία