Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημερωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ημερωμέν
ος
η
ημερωμέν
η
το
ημερωμέν
ο
γενική
του
ημερωμέν
ου
της
ημερωμέν
ης
του
ημερωμέν
ου
αιτιατική
τον
ημερωμέν
ο
την
ημερωμέν
η
το
ημερωμέν
ο
κλητική
ημερωμέν
ε
ημερωμέν
η
ημερωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ημερωμέν
οι
οι
ημερωμέν
ες
τα
ημερωμέν
α
γενική
των
ημερωμέν
ων
των
ημερωμέν
ων
των
ημερωμέν
ων
αιτιατική
τους
ημερωμέν
ους
τις
ημερωμέν
ες
τα
ημερωμέν
α
κλητική
ημερωμέν
οι
ημερωμέν
ες
ημερωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημερωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ημερώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ημερωμένος, -η, -ο
που τον έχουν
ημερώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημερωμένος