ατιθάσευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατιθάσευτος < (ελληνιστική κοινή) ἀτιθάσευτος
Επίθετο επεξεργασία
ατιθάσευτος, -η, -ο
- που δεν τιθασεύεται ή δεν μπορεί να τιθασευτεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τιθασεύω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατιθάσευτος