Ετυμολογία

επεξεργασία
μερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μερώνω < μεσαιωνική ελληνική ημερώνω, με αποκοπή του αρχικού η

μερώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία