Ετυμολογία

επεξεργασία
μερεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μερεύω < ἡμερεύω (ημερεύω) με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος < ἤμερος

μερεύω (προφορικό, λαϊκότροπο)

  1. (μεταβατικό) κάνω ήμερο, ημερεύω
    ※  Απ' τα βάθη του καιρού ερχόταν η ζέστη του ανθρώπου που κάποτε μέρεψε κ' ευλόγησε με το μόχθο του αυτή τη γη. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])
  2. (αμετάβατο) γίνομαι ήρεμος, ηρεμώ
    ※  Άιντε πήγαινε επί τέλους, βρε κοπέλα μου, άφησέ τους στην ησυχία τους να το πάρουν απόφαση πως έφυγες και να μερέψουν, να ησυχάσουν κομμάτι. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μερεύω < ἡμερεύω (ημερεύω) με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος

μερεύω