αγριεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγριεύω < άγριος
Ρήμα
επεξεργασίααγριεύω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι άγριο
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο άγριος
- (αμετάβατο) θυμώνω, δείχνω θυμό, οργή, αγανάκτηση με λόγια ή με το βλέμμα μου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγριεύω | αγρίευα | θα αγριεύω | να αγριεύω | αγριεύοντας | |
β' ενικ. | αγριεύεις | αγρίευες | θα αγριεύεις | να αγριεύεις | αγρίευε | |
γ' ενικ. | αγριεύει | αγρίευε | θα αγριεύει | να αγριεύει | ||
α' πληθ. | αγριεύουμε | αγριεύαμε | θα αγριεύουμε | να αγριεύουμε | ||
β' πληθ. | αγριεύετε | αγριεύατε | θα αγριεύετε | να αγριεύετε | αγριεύετε | |
γ' πληθ. | αγριεύουν(ε) | αγρίευαν αγριεύαν(ε) |
θα αγριεύουν(ε) | να αγριεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγρίεψα | θα αγριέψω | να αγριέψω | αγριέψει | ||
β' ενικ. | αγρίεψες | θα αγριέψεις | να αγριέψεις | αγρίεψε | ||
γ' ενικ. | αγρίεψε | θα αγριέψει | να αγριέψει | |||
α' πληθ. | αγριέψαμε | θα αγριέψουμε | να αγριέψουμε | |||
β' πληθ. | αγριέψατε | θα αγριέψετε | να αγριέψετε | αγριέψτε | ||
γ' πληθ. | αγρίεψαν αγριέψαν(ε) |
θα αγριέψουν(ε) | να αγριέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγριέψει | είχα αγριέψει | θα έχω αγριέψει | να έχω αγριέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αγριέψει | είχες αγριέψει | θα έχεις αγριέψει | να έχεις αγριέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αγριέψει | είχε αγριέψει | θα έχει αγριέψει | να έχει αγριέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγριέψει | είχαμε αγριέψει | θα έχουμε αγριέψει | να έχουμε αγριέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αγριέψει | είχατε αγριέψει | θα έχετε αγριέψει | να έχετε αγριέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγριέψει | είχαν αγριέψει | θα έχουν αγριέψει | να έχουν αγριέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγριεμένος - είμαστε, είστε, είναι αγριεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγριεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγριεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγριεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγριεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγριεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγριεμένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγριεύομαι | αγριευόμουν(α) | θα αγριεύομαι | να αγριεύομαι | ||
β' ενικ. | αγριεύεσαι | αγριευόσουν(α) | θα αγριεύεσαι | να αγριεύεσαι | (αγριεύου) | |
γ' ενικ. | αγριεύεται | αγριευόταν(ε) | θα αγριεύεται | να αγριεύεται | ||
α' πληθ. | αγριευόμαστε | αγριευόμαστε αγριευόμασταν |
θα αγριευόμαστε | να αγριευόμαστε | ||
β' πληθ. | αγριεύεστε | αγριευόσαστε αγριευόσασταν |
θα αγριεύεστε | να αγριεύεστε | (αγριεύεστε) | |
γ' πληθ. | αγριεύονται | αγριεύονταν αγριευόντουσαν |
θα αγριεύονται | να αγριεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγριεύτηκα | θα αγριευτώ | να αγριευτώ | αγριευτεί | ||
β' ενικ. | αγριεύτηκες | θα αγριευτείς | να αγριευτείς | αγριέψου | ||
γ' ενικ. | αγριεύτηκε | θα αγριευτεί | να αγριευτεί | |||
α' πληθ. | αγριευτήκαμε | θα αγριευτούμε | να αγριευτούμε | |||
β' πληθ. | αγριευτήκατε | θα αγριευτείτε | να αγριευτείτε | αγριευτείτε | ||
γ' πληθ. | αγριεύτηκαν αγριευτήκαν(ε) |
θα αγριευτούν(ε) | να αγριευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγριευτεί | είχα αγριευτεί | θα έχω αγριευτεί | να έχω αγριευτεί | αγριεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγριευτεί | είχες αγριευτεί | θα έχεις αγριευτεί | να έχεις αγριευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγριευτεί | είχε αγριευτεί | θα έχει αγριευτεί | να έχει αγριευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγριευτεί | είχαμε αγριευτεί | θα έχουμε αγριευτεί | να έχουμε αγριευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγριευτεί | είχατε αγριευτεί | θα έχετε αγριευτεί | να έχετε αγριευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγριευτεί | είχαν αγριευτεί | θα έχουν αγριευτεί | να έχουν αγριευτεί |