Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαγριώνω < αρχαία ελληνική ἐξαγριόω / ἐξαγριῶ

εξαγριώνω (παθητική φωνή: εξαγριώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία