εξαγριώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαγριώνω < αρχαία ελληνική ἐξαγριόω / ἐξαγριῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεξαγριώνω (παθητική φωνή: εξαγριώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εξαγριωμένος
- εξαγρίωση
- → δείτε τις λέξεις εξ, άγριος και αγρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαγριώνω | εξαγρίωνα | θα εξαγριώνω | να εξαγριώνω | εξαγριώνοντας | |
β' ενικ. | εξαγριώνεις | εξαγρίωνες | θα εξαγριώνεις | να εξαγριώνεις | εξαγρίωνε | |
γ' ενικ. | εξαγριώνει | εξαγρίωνε | θα εξαγριώνει | να εξαγριώνει | ||
α' πληθ. | εξαγριώνουμε | εξαγριώναμε | θα εξαγριώνουμε | να εξαγριώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαγριώνετε | εξαγριώνατε | θα εξαγριώνετε | να εξαγριώνετε | εξαγριώνετε | |
γ' πληθ. | εξαγριώνουν(ε) | εξαγρίωναν εξαγριώναν(ε) |
θα εξαγριώνουν(ε) | να εξαγριώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαγρίωσα | θα εξαγριώσω | να εξαγριώσω | εξαγριώσει | ||
β' ενικ. | εξαγρίωσες | θα εξαγριώσεις | να εξαγριώσεις | εξαγρίωσε | ||
γ' ενικ. | εξαγρίωσε | θα εξαγριώσει | να εξαγριώσει | |||
α' πληθ. | εξαγριώσαμε | θα εξαγριώσουμε | να εξαγριώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαγριώσατε | θα εξαγριώσετε | να εξαγριώσετε | εξαγριώστε | ||
γ' πληθ. | εξαγρίωσαν εξαγριώσαν(ε) |
θα εξαγριώσουν(ε) | να εξαγριώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαγριώσει | είχα εξαγριώσει | θα έχω εξαγριώσει | να έχω εξαγριώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαγριώσει | είχες εξαγριώσει | θα έχεις εξαγριώσει | να έχεις εξαγριώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαγριώσει | είχε εξαγριώσει | θα έχει εξαγριώσει | να έχει εξαγριώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαγριώσει | είχαμε εξαγριώσει | θα έχουμε εξαγριώσει | να έχουμε εξαγριώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαγριώσει | είχατε εξαγριώσει | θα έχετε εξαγριώσει | να έχετε εξαγριώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαγριώσει | είχαν εξαγριώσει | θα έχουν εξαγριώσει | να έχουν εξαγριώσει |
|