Δείτε επίσης: ἵμερος, Ἵμερος, Ίμερος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίμερος οι ίμεροι
      γενική του ίμερου των ίμερων
    αιτιατική τον ίμερο τους ίμερους
     κλητική ίμερε ίμεροι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ίμερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἵμερος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.me.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐με‐ρος
ομόηχο: ήμερος
παρώνυμο: ήρεμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ίμερος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)