ημέρωμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημέρωμα | τα | ημερώματα |
γενική | του | ημερώματος | των | ημερωμάτων |
αιτιατική | το | ημέρωμα | τα | ημερώματα |
κλητική | ημέρωμα | ημερώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ημέρωμα < ημερώνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ημέρωμα ουδέτερο
- η τιθάσευση, η εξημέρωση
- ο εκπολιτισμός
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ημέρωμα
|