Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημέρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ημέρωμα
τα
ημερώμα
τ
α
γενική
του
ημερώμα
τ
ος
των
ημερωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ημέρωμα
τα
ημερώμα
τ
α
κλητική
ημέρωμα
ημερώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημέρωμα
<
ημερώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ημέρωμα
ουδέτερο
η
τιθάσευση
, η
εξημέρωση
ο
εκπολιτισμός
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
σπάνιο
)
ημέρωση
(
λαϊκότροπο
)
μέρωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημέρωμα
→
δείτε
τη λέξη
ημέρευση