μέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέρωμα | τα | μερώματα |
γενική | του | μερώματος | των | μερωμάτων |
αιτιατική | το | μέρωμα | τα | μερώματα |
κλητική | μέρωμα | μερώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέρωμα < ημερώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέρωμα ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ημέρωμα