ημερότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημερότητα < αρχαία ελληνική ἡμερότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημερότητα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημερότητα
Δείτε επίσης : ηρεμότητα |
ημερότητα θηλυκό