tydzień
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tydzień | tygodnie |
γενική | tygodnia | tygodni |
δοτική | tygodniowi | tygodniom |
αιτιατική | tydzień | tygodnie |
οργανική | tygodniem | tygodniami |
τοπική | tygodniu | tygodniach |
κλητική | tygodniu | tygodnie |
Ετυμολογία
επεξεργασίαtydzień < πρωτοσλαβική *tědьnъ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtydzień (pl) αρσενικό
- η εβδομάδα