semajno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | semajno | semajnoj |
αιτιατική | semajnon | semajnojn |
semajno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | semajno | semajnoj |
αιτιατική | semajnon | semajnojn |
semajno (eo)