πενθήμερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πενθήμερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πενθήμερος < αρχαία ελληνική πέντε πενθ- με [t > θ][1]) + -ήμερος (ἡμέρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /penˈθi.me.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεν‐θή‐με‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαπενθήμερος, -η, -ο
- διάρκειας πέντε ημερών
- (ειδικότερα) που αναφέρεται ή έχει σχέση με το πενθήμερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πέντε και ημέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πενθήμερος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπενθήμερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πενθήμερ(ον) + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε (πέντε) πενθ- + -ήμερος
Επίθετο
επεξεργασίαπενθήμερος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πέντε και ἡμέρα
Πηγές
επεξεργασία- πενθήμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πενθήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ δεκαπενθήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας