↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενθήμερος η πενθήμερη το πενθήμερο
      γενική του πενθήμερου της πενθήμερης του πενθήμερου
    αιτιατική τον πενθήμερο την πενθήμερη το πενθήμερο
     κλητική πενθήμερε πενθήμερη πενθήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενθήμεροι οι πενθήμερες τα πενθήμερα
      γενική των πενθήμερων των πενθήμερων των πενθήμερων
    αιτιατική τους πενθήμερους τις πενθήμερες τα πενθήμερα
     κλητική πενθήμεροι πενθήμερες πενθήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πενθήμερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πενθήμερος < αρχαία ελληνική πέντε πενθ- με [t > θ][1]) + -ήμερος (ἡμέρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /penˈθi.me.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεν‐θή‐με‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

πενθήμερος, -η, -ο

  1. διάρκειας πέντε ημερών
  2. (ειδικότερα) που αναφέρεται ή έχει σχέση με το πενθήμερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πέντε και ημέρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πενθήμερος τὸ πενθήμερον
      γενική τοῦ/τῆς πενθημέρου τοῦ πενθημέρου
      δοτική τῷ/τῇ πενθημέρ τῷ πενθημέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πενθήμερον τὸ πενθήμερον
     κλητική ! πενθήμερε πενθήμερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πενθήμεροι τὰ πενθήμερ
      γενική τῶν πενθημέρων τῶν πενθημέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πενθημέροις τοῖς πενθημέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πενθημέρους τὰ πενθήμερ
     κλητική ! πενθήμεροι πενθήμερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πενθημέρω τὼ πενθημέρω
      γεν-δοτ τοῖν πενθημέροιν τοῖν πενθημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πενθήμερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πενθήμερ(ον) + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε (πέντε) πενθ- + -ήμερος

  Επίθετο

επεξεργασία

πενθήμερος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πέντε και ἡμέρα