πεντάρφανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντάρφανος < μεσαιωνική ελληνική παντόρφανος < πᾶν + ὀρφανός
Επίθετο
επεξεργασίαπεντάρφανος, -η, -ο
- που είναι ορφανός και από πατέρα και από μητέρα
Σημειώσεις
επεξεργασία- χαρακτηρισμός που δίνεται συνήθως μόνο σε μικρής ηλικίας άτομα