πεντακοσιοστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντακοσιοστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπεντακοσιοστός, -ή, -ό
- το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό πεντακόσια
- ο ένας από τους πεντακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντακοσιοστός
|