πεντάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεντάχρονος, -η, -ο
- που διαρκεί πέντε χρόνια
- που έχει ηλικία πέντε χρόνων, πέντε ετών
- (μουσική), (ποίηση) που αποτελείται από πέντε χρόνους
Συγγενικά
επεξεργασίαδίχρονος τρίχρονος τετράχρονος πεντάχρονος εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντάχρονος
|