Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάωρο τα πεντάωρα
      γενική του πεντάωρου των πεντάωρων
    αιτιατική το πεντάωρο τα πεντάωρα
     κλητική πεντάωρο πεντάωρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πεντάωρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντάωρο ουδέτερο

  1. διάρκεια πέντε ωρών
    τον περιμέναμε επί ένα πεντάωρο
  2. η σχολική ημέρα ενός μαθητή που περιλαμβάνει πέντε ώρες διδασκαλίας
    σήμερα έλειπε μια καθηγήτρια και κάναμε πεντάωρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πεντάωρο