Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεντάωρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεντάωρ
ος
η
πεντάωρ
η
το
πεντάωρ
ο
γενική
του
πεντάωρ
ου
της
πεντάωρ
ης
του
πεντάωρ
ου
αιτιατική
τον
πεντάωρ
ο
την
πεντάωρ
η
το
πεντάωρ
ο
κλητική
πεντάωρ
ε
πεντάωρ
η
πεντάωρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεντάωρ
οι
οι
πεντάωρ
ες
τα
πεντάωρ
α
γενική
των
πεντάωρ
ων
των
πεντάωρ
ων
των
πεντάωρ
ων
αιτιατική
τους
πεντάωρ
ους
τις
πεντάωρ
ες
τα
πεντάωρ
α
κλητική
πεντάωρ
οι
πεντάωρ
ες
πεντάωρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
πεντάωρος
<
πεντά-
+
-ωρος
Επίθετο
Επεξεργασία
πεντάωρος, -η, -ο
που διαρκεί πέντε
ώρες
πεντάωρη
στάση εργασίας
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
πεντάωρο
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
πεντάωρος