Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔφορος < ἐπί + ὁράω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔφορος

  1. αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει, επόπτης
  2. φρουρός
  3. κυβερνήτης
  4. πληθυντικός ἔφοροι: πέντε Σπαρτιάτες πολίτες υπεύθυνοι για θέματα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής

Δείτε επίσης επεξεργασία