ἔφορος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἔφορος
- αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει, επόπτης
- φρουρός
- κυβερνήτης
- πληθυντικός ἔφοροι: πέντε Σπαρτιάτες πολίτες υπεύθυνοι για θέματα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Έφοροι στη Βικιπαίδεια