πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καυχησιάρης οι καυχησιάρηδες
      γενική του καυχησιάρη των καυχησιάρηδων
    αιτιατική τον καυχησιάρη τους καυχησιάρηδες
     κλητική καυχησιάρη καυχησιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυχησιάρης αρσενικό

  • αυτός που συνηθίζει να καυχιέται για τα πραγματικά ή φανταστικά κατορθώματά του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία