Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καυχησιάρης οι καυχησιάρηδες
      γενική του καυχησιάρη των καυχησιάρηδων
    αιτιατική τον καυχησιάρη τους καυχησιάρηδες
     κλητική καυχησιάρη καυχησιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καυχησιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καυχησιάρης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaf.çiˈsça.ɾis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καυχησιάρης αρσενικό

  • αυτός που συνηθίζει να καυχιέται για τα πραγματικά ή φανταστικά κατορθώματά του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία