Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάντρεμα τα παντρέματα
      γενική του παντρέματος των παντρεμάτων
    αιτιατική το πάντρεμα τα παντρέματα
     κλητική πάντρεμα παντρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάντρεμα < παντρεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάντρεμα ουδέτερο

  • η ένωση, ο καλός συνδυασμός, το ταίριασμα διαφορετικών στοιχείων, αλλά και ο γάμος, η παντρειά
    το πάντρεμα της αρχαιολατρείας με τον μονοτονικό εκσυγχρονισμό στη γλώσσα μοιάζει ακατόρθωτο
    το πάντρεμα δύο διαφορετικών ιδεολογιών ή τεχνοτροπιών είναι αρκετά δύσκολο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία