Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική małżeństwo małżeństwa
γενική małżeństwa małżeństw
δοτική małżeństwu małżeństwom
αιτιατική małżeństwo małżeństwa
οργανική małżeństwem małżeństwami
τοπική małżeństwu małżeństwach
κλητική małżeństwo małżeństwa

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mawˈʒɛ̃j̃stfɔ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

małżeństwo (pl) ουδέτερο

  1. γάμος, παντρειά
     αντώνυμα: rozwód
  2. αντρόγυνο
     συνώνυμα: małżonkowie, para małżeńska

Συγγενικά επεξεργασία