ενεστώτας intend
γ΄ ενικό ενεστώτα intends
αόριστος intended
παθητική μετοχή intended
ενεργητική μετοχή intending

intend (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, θέλω, έχω ένα σχέδιο, αποτέλεσμα ή σκοπό στο μυαλό μου όταν κάνω κάτι
    ⮡  How long do you intend to stay?
    Πόσον καιρό σκοπεύεις να μείνεις;
    ⮡  I understand that you intend to sell your house.
    Αντιλαμβάνομαι ότι θέλετε να πουλήσετε το σπίτι σας.
     συνώνυμα:  aim, mean, plan και propose