ενεστώτας put up to
γ΄ ενικό ενεστώτα puts up to
αόριστος put up to
παθητική μετοχή put up to
ενεργητική μετοχή putting up to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put up to < → δείτε τις λέξεις put, up και to

put up to (en)

  • βάζω κάποιον να κάνω κάτι, πείθω κάποιον να κάνει κάτι λάθος ή ανόητο
    Who put you up to it?
    Ποιος σε έβαλε να το κάνεις;