ενεστώτας put up to
γ΄ ενικό ενεστώτα puts up to
αόριστος put up to
παθητική μετοχή put up to
ενεργητική μετοχή putting up to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put up to < → δείτε τις λέξεις put, up και to

put up to (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο) σπρώχνω, βάζω κάποιον να κάνει κάτι, πείθω κάποιον να κάνει κάτι λάθος ή ανόητο
    ⮡  His friends put him up to stealing the apples.
    Οι φίλοι του τον έσπρωξαν να κλέψει τα μήλα.
    ⮡  Who put you up to it?
    Ποιος σε έβαλε να το κάνεις;