Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

put up a fight < → δείτε τις λέξεις put up, a και fight

  Έκφραση επεξεργασία

put up a fight (en)

  • μάχομαι
    I am putting up a good fight - μάχομαι σθεναρά
    → δείτε τον όρο put up