Ετυμολογία

επεξεργασία
put up a fight < → δείτε τις λέξεις put up, a και fight

  Έκφραση

επεξεργασία

put up a fight (en)

  • μάχομαι
    ⮡  I am putting up a good fight - μάχομαι σθεναρά
    → δείτε τον όρο put up