putting
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
putting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του put
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
putting (en)
- (γκολφ) ενεργητική μετοχή ενεστώτα του putt