ενεστώτας put down
γ΄ ενικό ενεστώτα puts down
αόριστος put down
παθητική μετοχή put down
ενεργητική μετοχή putting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις put και down

put down (en)

  1. παρατώ κάτι, εγκαταλείπω κάτι
  2. σταματώ κάτι
  3. καταπνίγω κάτι
  4. κωλυσιεργώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία