put down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts down |
αόριστος | put down |
παθητική μετοχή | put down |
ενεργητική μετοχή | putting down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput down (en)
- παρατώ κάτι, εγκαταλείπω κάτι
- σταματώ κάτι
- καταπνίγω κάτι
- κωλυσιεργώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- put down thefreekdictionary