put down to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put down to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts down to |
αόριστος | put down to |
παθητική μετοχή | put down to |
ενεργητική μετοχή | putting down to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput down to (en)
- καταλογίζω κάτι σε, θεωρώ ότι κάτι προκαλείται από κάτι