ενεστώτας put down to
γ΄ ενικό ενεστώτα puts down to
αόριστος put down to
παθητική μετοχή put down to
ενεργητική μετοχή putting down to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put down to < → δείτε τις λέξεις put, down και to

put down to (en)

  • καταλογίζω κάτι σε, θεωρώ ότι κάτι προκαλείται από κάτι
    I put it down to ignorance.
    Καταλόγισα αυτό σε αμέλεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attribute