ενεστώτας put before
γ΄ ενικό ενεστώτα puts before
αόριστος put before
παθητική μετοχή put before
ενεργητική μετοχή putting before

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put before < → δείτε τις λέξεις put και before

put before (en)

  • (μεταβατικό) περνάω, λέω ή εξηγώ επίσημα γεγονότα ή ιδέες σε μια ομάδα ανθρώπων με εξουσία
    The plan will have to be put before the Town Council.
    Το σχέδιο θα πρέπει να περάσει από το Δημοτικό Συμβούλιο.
  • put before - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περνώ