ενεστώτας put off
γ΄ ενικό ενεστώτα puts off
αόριστος put off
παθητική μετοχή put off
ενεργητική μετοχή putting off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put off < → δείτε τις λέξεις put και off

put off (en)

  1. (μεταβατικό) αναβάλλω, αλλάζω κάτι σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία
    I will put off my departure for two days.
    Θα αναβάλλω την αναχώρησή μου για δυο μέρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
  2. (μεταβατικό) ξενερώνω, εκνευρίζω, κάνω κάποιον να μη θέλει/να μην το αρέσει κάτι
    He completely put me off with his behavior.
    Με ξενέρωσε τελείως με τη συμπεριφορά του.
    She puts me off with the way she looks at me.
    Μ' εκνευρίζει ο τρόπος που με κοιτάει.
  3. (μεταβατικό, βρετανική σημασία) αφήνω, σταματώ, για ένα όχημα ή τον οδηγό του που σταματά για να επιτρέψει σε κάποιον να φύγει
    Where do you want me to put you off?
    Που θέλεις να σ' αφήσω;
    I told the taxi driver to put me off at the theater.
    Είπα στον ταξιτζή να σταματήσει στο θέατρο.
     συνώνυμα: drop (off)