put off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts off |
αόριστος | put off |
παθητική μετοχή | put off |
ενεργητική μετοχή | putting off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput off (en)
- (μεταβατικό) αναβάλλω, αλλάζω κάτι σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία
- (μεταβατικό) ξενερώνω, εκνευρίζω, κάνω κάποιον να μη θέλει/να μην το αρέσει κάτι
- ⮡ He completely put me off with his behavior.
- Με ξενέρωσε τελείως με τη συμπεριφορά του.
- ⮡ She puts me off with the way she looks at me.
- Μ' εκνευρίζει ο τρόπος που με κοιτάει.
- ⮡ He completely put me off with his behavior.
- (μεταβατικό, βρετανική σημασία) αφήνω, σταματώ, για ένα όχημα ή τον οδηγό του που σταματά για να επιτρέψει σε κάποιον να φύγει
- ⮡ Where do you want me to put you off?
- Που θέλεις να σ' αφήσω;
- ⮡ I told the taxi driver to put me off at the theater.
- Είπα στον ταξιτζή να σταματήσει στο θέατρο.
- ≈ συνώνυμα: drop (off)
- ⮡ Where do you want me to put you off?
Πηγές
επεξεργασία- put off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω